παράγυμνος

παράγυμνος
-ον, Α
1. ο γυμνός στα πλάγια
2. ημίγυμνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράγυμνον — παράγυμνος naked at the side masc/fem acc sg παράγυμνος naked at the side neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • παραγυμνώ — όω, Α [παράγυμνος] 1. γυμνώνω κάτι στα πλάγια ή σε ένα μέρος μόνο 2. αφήνω κάτι έκθετο, εκθέτω 3. απογυμνώνω, αποκαλύπτω («παρεγύμνον τὴν ἀλήθειαν», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”